ράδερφορντ

ράδερφορντ
το, Ν
άκλ. μονάδα μετρήσεως τής ραδιενέργειας ενός ραδιενεργού υλικού ίση με 106 διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rutherford, από το όν. τού Βρετανού φυσικού Ernest Rutherford].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ράδερφορντ, Έρνεστ — (Rutherford, Νέλσον, Νέα Ζηλανδία 1871 – Κέμπριτζ 1937). Άγγλος φυσικός. Αφού σπούδασε στη γενέτειρα του, πήρε το πτυχίο των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών από το Καντέρμπερι Κόλετζ του Κράιστσερτς χάρη σε διαδοχικά σχολικά βραβεία. Με… …   Dictionary of Greek

  • Χέιζ, Ράδερφορντ - Μπίρτσαρντ — (Hays, 1822 – 1893). Αμερικανός πολιτικός και 19ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Αρχικά, αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, πολέμησε με τους Βόρειους και έφτασε έως τον… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… …   Dictionary of Greek

  • Γκάιγκερ, Χανς — (Hans Geiger, Νόιστατ 1882 – Πότσνταμ 1945). Γερμανός φυσικός. Από το 1906 έως το 1912 εργάστηκε στην Αγγλία, στο εργαστήριο που διηύθυνε ο φυσικός Ράδερφορντ. Την περίοδο αυτή (1911) παρατήρησε μαζί με τον Μάρσντεν, την απόκλιση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλτον, Έρνεστ Τόμας Σίντον — (Ernest Thomas Sinton Walton, Ντουνγκαρβάν 1903 – 1995).Ιρλανδός φυσικός. Εργάστηκε μαζί με τον φυσικό Κόκροφτ, υπό την καθοδήγηση του Ράδερφορντ, στο εργαστήριο Κάβεντις του Κέιμπριτζ. Το 1946 έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου και… …   Dictionary of Greek

  • Σωματίδια του πυρήνα — Οι πρώτες ενδείξεις της πολυπλοκότητας του ατομικού πυρήνα προήρθαν από τη μελέτη της ραδιενέργειας*κατά το τέλος του περασμένου αιώνα, αλλά μόνο με την πειραματική εργασία του Μόσλεϋ* (1913 1914) επιβεβαιώθηκε ότι οι πυρήνες αποτελούνται από σ.… …   Dictionary of Greek

  • Τσάντγουικ, σερ Τζέιμς — (Chadwick, Μάντσεστερ 1891 – Λονδίνο 1974). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μάντεστερ και Κέμπριτζ και υπήρξε μαθητής των Έρνεστ Ράδερφορντ και Χανς Γκάιγκερ. Το 1935 κατέλαβε την έδρα της φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και τον… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”